γαστρεντερικός
[ɣastrederiˈkos], γαστρεντερική, γαστρεντερικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- γαστρεντερικός δακτύλιοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mMagen-Darm-Traktαρσενικό | Maskulinum, männlich m