„γαστρεντερίτιδα“: θηλυκό γαστρεντερίτιδα [ɣastrendeˈritiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Magen- und Darmentzündung Magen- und Darmentzündungθηλυκό | Femininum, weiblich f γαστρεντερίτιδα ιατρική | Medizinιατρ γαστρεντερίτιδα ιατρική | Medizinιατρ