γέφυρα
[ˈjefira]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Brückeθηλυκό | Femininum, weiblich fγέφυραγέφυρα
- Zahnbrückeθηλυκό | Femininum, weiblich fγέφυρα δοντιούγέφυρα δοντιού
- Kommandobrückeθηλυκό | Femininum, weiblich fγέφυρα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτγέφυρα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
examples
- γέφυρα αποβίβασηςLandungsbrückeθηλυκό | Femininum, weiblich f