„γέροντας“: αρσενικό γέροντας [ˈjerondas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) alter Mann, Greis alter Mannαρσενικό | Maskulinum, männlich m γέροντας Greisαρσενικό | Maskulinum, männlich m γέροντας γέροντας