βύσσινο
[ˈvisino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sauerkirscheθηλυκό | Femininum, weiblich fβύσσινο καρπόςSchattenmorelleθηλυκό | Femininum, weiblich fβύσσινο καρπόςβύσσινο καρπός