βόρειος
[ˈvorios], βόρεια, βόρειοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- στα βόρειαnördlich (γενική | Genitivgen von)
- Βόρεια Αμερικήθηλυκό | Femininum, weiblich fNordamerikaουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples