„βόδι“: ουδέτερο βόδι [ˈvoði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rind, Ochse Rindουδέτερο | Neutrum, sächlich n βόδι βόδι Ochseαρσενικό | Maskulinum, männlich m βόδι άνθρωποςκαι | und κ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ βόδι άνθρωποςκαι | und κ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ