βυζαντινός
[vizandiˈnos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, βυζαντινή, βυζαντινόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- byzantinischβυζαντινόςβυζαντινός
βυζαντινός
[vizandiˈnos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Byzantinerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fβυζαντινόςβυζαντινός