βρύση
[ˈvrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wasserhahnαρσενικό | Maskulinum, männlich mβρύσηβρύση
- Quelleθηλυκό | Femininum, weiblich fβρύση πηγήβρύση πηγή
examples
- νερόουδέτερο | Neutrum, sächlich n της βρύσηςLeitungswasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βρύση με μείκτηMischbatterieθηλυκό | Femininum, weiblich f