„βρωμότοπος“: αρσενικό βρωμότοπος [vroˈmotopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kaff Kaffουδέτερο | Neutrum, sächlich n βρωμότοπος βρωμότοπος