„βραχώδης“ βραχώδης [vraˈxoðis], βραχώδης, βραχώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zerklüftet, felsig zerklüftet, felsig βραχώδης πεδιάδα βραχώδης πεδιάδα examples βραχώδης έρημοςθηλυκό | Femininum, weiblich f Felswüsteθηλυκό | Femininum, weiblich f βραχώδης έρημοςθηλυκό | Femininum, weiblich f