„βραβευμένος“ βραβευμένος [vravevˈmenos], βραβευμένη, βραβευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) preisgekrönt preisgekrönt βραβευμένος βραβευμένος