βορειοευρωπαϊκός
[vorioevropaiˈkos], βορειοευρωπαϊκή, βορειοευρωπαϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nordeuropäischβορειοευρωπαϊκόςβορειοευρωπαϊκός
Thank you for your feedback!