βοήθημα
[voˈiθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unterstützungθηλυκό | Femininum, weiblich fβοήθημα βοήθειαβοήθημα βοήθεια
- Hilfsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nβοήθημα βιβλίοβοήθημα βιβλίο
examples
- βοήθημα ανεργίας τύπου Ι/ΙΙArbeitslosengeld 1/2ουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βοήθημα διδασκαλίαςUnterrichtsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βοήθημα μνήμηςGedächtnishilfeθηλυκό | Femininum, weiblich fGedächtnisstützeθηλυκό | Femininum, weiblich f