„βλεννώδης“ βλεννώδης [vleˈnoðis], βλεννώδης, βλεννώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schleimig, Schleim- schleimig, Schleim- βλεννώδης βλεννώδης