„βιοπορισμός“: αρσενικό βιοπορισμός [vioporizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Broterwerb Broterwerbαρσενικό | Maskulinum, männlich m βιοπορισμός βιοπορισμός