„βιολοντσελιστής“: αρσενικό βιολοντσελιστής [violondselisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Cellist Cellistαρσενικό | Maskulinum, männlich m βιολοντσελιστής βιολοντσελιστής