βιοδιασπώμενος
[vioðiasˈpomenos], βιοδιασπώμενη, βιοδιασπώμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- biologisch abbaubarβιοδιασπώμενοςβιοδιασπώμενος
Thank you for your feedback!