„βιζόν“: θηλυκό βιζόν [viˈzon]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nerz, Nerzfell Nerzαρσενικό | Maskulinum, männlich m βιζόν βιζόν Nerzfellουδέτερο | Neutrum, sächlich n βιζόν γούνα βιζόν γούνα