βιδώνω
[viˈðono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schrauben, anschrauben, zuschraubenβιδώνωβιδώνω
examples
- βιδώνω δύο μέρηzwei Teile zusammenschrauben
- βιδώνω σφιχτά