„βηματοδότης“: αρσενικό βηματοδότης [vimatoˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schrittmacher (Herz)Schrittmacherαρσενικό | Maskulinum, männlich m βηματοδότης βηματοδότης