„βερνικώνω“: μεταβατικό ρήμα βερνικώνω [verniˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lackieren, polieren lackieren, polieren βερνικώνω βερνικώνω