„βατραχοπέδιλο“: ουδέτερο βατραχοπέδιλο [vatraxoˈpeðilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwimmflosse Schwimmflosseθηλυκό | Femininum, weiblich f βατραχοπέδιλο βατραχοπέδιλο