„βασανιστής“: αρσενικό βασανιστής [vasanisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Folterer Foltererαρσενικό | Maskulinum, männlich m βασανιστής βασανιστής examples βασανιστής ζώων Tierquälerαρσενικό | Maskulinum, männlich m βασανιστής ζώων