„βαρκάκι“: ουδέτερο βαρκάκι [varˈkakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beiboot Beibootουδέτερο | Neutrum, sächlich n βαρκάκι βαρκάκι