„βαρβαρότητα“: θηλυκό βαρβαρότητα [varvaˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Barbarei Barbareiθηλυκό | Femininum, weiblich f βαρβαρότητα βαρβαρότητα