„βαλτώδης“ βαλτώδης [valˈtoðis], βαλτώδης, βαλτώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sumpfig, morastig sumpfig, morastig βαλτώδης βαλτώδης