„βάσανα“: πληθυντικός ουδετέρου βάσανα [ˈvasana]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leiden Leidenσυνήθως | meist σνθπληθυντικός | Plural pl βάσανα βάσανα