„αψυχαγώγητος“ αψυχαγώγητος [apsixaˈɣojitos], αψυχαγώγητη, αψυχαγώγητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) angeödet angeödet αψυχαγώγητος αψυχαγώγητος