„αχταρμάς“: αρσενικό αχταρμάς [axtarˈmas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haschee Hascheeουδέτερο | Neutrum, sächlich n αχταρμάς γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ αχταρμάς γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ