αχρειότητα
[axriˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gemeinheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαχρειότηταNiederträchtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαχρειότητααχρειότητα