αφοπλίζω
[afoˈplizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entwaffnenαφοπλίζωαφοπλίζω
- abrüstenαφοπλίζω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταφοπλίζω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ