„αφομοιωμένος“ αφομοιωμένος [afomioˈmenos], αφομοιωμένη, αφομοιωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verarbeitet verarbeitet αφομοιωμένος αφομοιωμένος