„αφιλόξενος“ αφιλόξενος [afiˈloksenos], αφιλόξενη, αφιλόξενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungastlich ungastlich αφιλόξενος αφιλόξενος