„αφερέγγυος“ αφερέγγυος [afeˈreŋgjios], αφερέγγυα, αφερέγγυοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) insolvent insolvent αφερέγγυος αφερέγγυος