„αφαιρετέος“ αφαιρετέος [afereˈteos], αφαιρετέα, αφαιρετέοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abzugsfähig abzugsfähig αφαιρετέος αφαιρετέος