„αφήνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αφήνομαι [aˈfinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich ergeben sich ergeben (σεδοτική | Dativ dat) αφήνομαι αφήνομαι