„αυτόκλητος“ αυτόκλητος [afˈtoklitos], αυτόκλητη, αυτόκλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unaufgefordert unaufgefordert αυτόκλητος αυτόκλητος