„αυτοσχεδιάζω“: μεταβατικό ρήμα αυτοσχεδιάζω [aftosçeðiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) improvisieren improvisieren αυτοσχεδιάζω αυτοσχεδιάζω