„αυτοσεβασμός“: αρσενικό αυτοσεβασμός [aftosevazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstachtung Selbstachtungθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοσεβασμός αυτοσεβασμός