„αυτοδύναμος“ αυτοδύναμος [aftoˈðinamos], αυτοδύναμη, αυτοδύναμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eigenständig eigenständig αυτοδύναμος αυτοδύναμος