„αυτοδιοίκηση“: θηλυκό αυτοδιοίκηση [aftoðiˈikjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Selbstverwaltung Selbstverwaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοδιοίκηση αυτοδιοίκηση