„αυτογραφία“: θηλυκό αυτογραφία [aftoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Autografie Autografieθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτογραφία αυτογραφία