„αυθόρμητος“ αυθόρμητος [afˈθormitos], αυθόρμητη, αυθόρμητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) spontan, impulsiv spontan, impulsiv αυθόρμητος αυθόρμητος