„αυθεντία“: θηλυκό αυθεντία [afθenˈdia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Autorität, Experte, Expertin Autoritätθηλυκό | Femininum, weiblich f αυθεντία Experteαρσενικό | Maskulinum, männlich m αυθεντία Expertinθηλυκό | Femininum, weiblich f αυθεντία αυθεντία