„ατροφώ“: αμετάβατο ρήμα ατροφώ [atroˈfo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verkümmern verkümmern ατροφώ μέλος ατροφώ μέλος