„ατραυμάτιστος“ ατραυμάτιστος [atravˈmatistos], ατραυμάτιστη, ατραυμάτιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverletzt unverletzt ατραυμάτιστος ατραυμάτιστος