„ατιθάσευτος“ ατιθάσευτος [atiˈθaseftos], ατιθάσευτη, ατιθάσευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungezügelt ungezügelt ατιθάσευτος ατιθάσευτος