„ατζαμίδικος“ ατζαμίδικος [adzaˈmiðikos], ατζαμίδικη, ατζαμίδικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stümperhaft stümperhaft ατζαμίδικος ατζαμίδικος