ατακτοποίητος
[ataktoˈpiitos], ατακτοποίητη, ατακτοποίητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unordentlich, ungeordnetατακτοποίητος πράγματαατακτοποίητος πράγματα
- unerledigt, ungeregeltατακτοποίητος υπόθεσηατακτοποίητος υπόθεση